φιλοκατάσκευος

φιλοκατάσκευος
-ον, Α
αυτός που τού αρέσει να επιμελείται ιδιαίτερα την τεχνική δομή τού λόγου, που επιδιώκει το επιμελημένο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κατάσκευος (< κατασκευή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοκατάσκευον — φιλοκατάσκευος fond of elaborate diction masc/fem acc sg φιλοκατάσκευος fond of elaborate diction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”